Ορισμοί

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ΣΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 

1. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ

  • Το σύνολο των αποδείξεων οι οποίες βασίζονται σε μη αμφισβητήσιμα στοιχεία παρατήρησης, μέτρησης ή δοκιμής (καταγεγραμμένα αρχεία, χρωματικές ενδείξεις, σφραγίδες, προσδιορισμός χώρων, πιστοποιητικά, υπογραφές κ.α.)

2. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

  • Κάτι που αποζητείται ή αποσκοπείται σε σχέση με την Ποιότητα.

3. ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΑΡΤΙΔΑΣ (LOT NUMBER)

  • Ένας μοναδικός αριθμός ταυτοποίησης που δίνεται σε συγκεκριμένη παρτίδα ή πρώτη ύλη ή εξαρτήματα που παραλαμβάνονται και επιθεωρούνται διαμέσου  της Επιθεώρησης Εισερχομένων.  Επίσης, ένας μοναδικός αριθμός ταυτοποίησης που δίνεται σε συγκεκριμένη παρτίδα (lot) ετοίμων προϊόντων, εξαρτημάτων ή υπο-συγκροτημάτων.

4. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

  • Προδιαγεγραμμένος τρόπος για την επιτέλεση μιας δραστηριότητας.

5. ΔΙΑΚΡΙΒΩΣΗ

  • Είναι το σύνολο των ενεργειών σε προκαθορισμένες συνθήκες, οι οποίες ορίζουν τη σχέση μεταξύ των τιμών που δίνει ένα όργανο μέτρησης και των προτύπων τιμών, που αντιστοιχούν σε ένα μετρήσιμο μέγεθος. Το αποτέλεσμα της διακρίβωσης επιτρέπει τον προσδιορισμό των σφαλμάτων στις ενδείξεις του οργάνου /συσκευής μέτρησης. Το αποτέλεσμα της διακρίβωσης εμφανίζεται σε έντυπο που ονομάζεται πιστοποιητικό ή αναφορά διακρίβωσης.

6. ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ

  • Σύνολο αλληλοσχετιζόμενων μέσων και δραστηριοτήτων που μετασχηματίζουν εισερχόμενα στοιχεία και δεδομένα σε εξερχόμενα στοιχεία και αποτελέσματα.

7. ΕΓΓΡΑΦΟ

  •  Ως έγγραφο νοείται κάθε κείμενο, έντυπο κλπ που ανήκει στην τεκμηρίωση του Συστήματος Διαχείρισης Ποιότητας , όπως π.χ Εγχειρίδιο Διαχείρισης Ποιότητας, Διαδικασία Ποιότητας, Έντυπα, Οδηγίες Εργασίας, Κανονισμοί και Πρότυπα κλπ.

8. ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗ ΣΥΣΚΕΥΗ

  • Ελεγχόμενη καλείται κάθε συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται για ενδεικτικές μετρήσεις. Οι συσκευές αυτές δεν απαιτούν διακρίβωση αλλά περιοδικό έλεγχο.

9.  ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ

  • Ενέργεια που προσδιορίζει ότι οι διαφορές μεταξύ των ενδείξεων των οργάνων /συσκευών μέτρησης και των γνωστών τιμών που αντιστοιχούν σε ένα μετρήσιμο μέγεθος, είναι μικρότερες από τα μέγιστα ανεκτά λάθη (ανοχές).

10. ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ /ΑΝΑΛΥΣΗΣ /ΦΥΣΙΚΗ-ΜΗΧΑΝΙΚΗ

  • Ένα έγγραφο υπογεγραμμένο από ένα εξειδικευμένο άτομο και επιβεβαιώνει ότι τη στιγμή της αξιολόγησης, το προϊόν ή η υπηρεσία ικανοποιεί τις τεθείσες απαιτήσεις.

11. ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ

  • Μια ανεξάρτητη έγγραφη εξέταση και πιστοποίηση των φανερών σκοπών για να αποδειχθεί η επάρκεια  και η συμμόρφωση με τα είδη εδραιωμένα συστήματα διαχείρισης ποιότητας.

12. ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

  • Το σύνολο υπό το οποίο επιτελείται η εργασία. Οι συνθήκες περιλαμβάνουν φυσικούς, ψυχολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως θερμοκρασία, προγράμματα αναγνώρισης, εργονομία και ατμοσφαιρική σύσταση.

13.  ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ

  • Είναι η μεθοδική εξέταση του συστήματος ποιότητας, με στόχο την επιβεβαίωση ή όχι του γεγονότος πως οι δραστηριότητες και τα αποτελέσματα σχετικά με την ποιότητα, ικανοποιούν τις απαιτήσεις και τις προδιαγραφές που έχουν τεθεί.

 

14. ΙΑΤΡΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ (medical device)

  • Οποιοδήποτε προϊόν προορίζεται για χρήση σε άνθρωπο, από τον κατασκευαστή, για να βοηθάει στην διάγνωση, παρακολούθηση, πρόληψη, θεραπεία ή ανακούφιση από ασθένεια.

 

15. ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ

  • Η κατοχή επαρκούς γνώσης και αντίληψης για την υλοποίηση συγκεκριμένων καθηκόντων.

 

16. ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ

  • Η δυνατότητα ανίχνευσης του ιστορικού, της εφαρμογής ή της τοποθεσίας ενός είδους ή μιας ενέργειας, ή ομοίων ειδών ή ενεργειών, διαμέσου καταγεγραμμένης ταυτοποίησης.

 

17. ΚΑΛΙΜΠΡΑ

  • Συσκευή, οι ενδείξεις της οποίας συγκρίνονται με τα όρια αποδοχής

 

18. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ

  • Σύνολο πολιτικών, διαδικασιών ή απαιτήσεων που προσδιορίζονται ως αναφορά.

 

19. ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΔΟΜΗ

  • Διάρθρωση των ευθυνών, των αρμοδιοτήτων και των σχέσεων μεταξύ ατόμων.

 

20. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΤΗΤΑ (Calibration Interval)

  • Χρονική περίοδος μεταξύ δύο επιβεβαιώσεων. Ορίζεται είτε από τον κατασκευαστή του οργάνου είτε με ευθύνη του Υπευθύνου του Τεχνικού Τμήματος.

 

21. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ

  • Δεδομένα τα οποία έχουν σημασία.

22. ΠΟΙΟΤΗΤΑ

  • Ο βαθμός στον οποίο ένα σύνολο έμφυτων χαρακτηριστικών πληρούν τις απαιτήσεις (εκφρασμένες ή συνεπαγόμενες).

23. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

  • Το σύνολο των προθέσεων και κατευθύνσεων ενός οργανισμού σχετικά με την ποιότητα, όπως εκφράζονται επίσημα από την Ανώτατη Διοίκηση.

24. ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

  • Ενέργεια που οδηγεί το όργανο /συσκευή μέτρησης σε κατάσταση λειτουργίας και αποδεκτή ακρίβεια. Αν διαπιστωθεί ότι τα όργανα μέτρησης είναι εκτός των επιθυμητών ορίων, γίνεται η προσαρμογή τους.

25. ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΥΣΚΕΥΗ

  • Σημαντική καλείται κάθε συσκευή, η οποία δίνει ένδειξη ή εκτιμά κάποιο φυσικό μέγεθος και χρησιμοποιείται για να αποδείξει συμμόρφωση προϊόντος με προδιαγεγραμμένες απαιτήσεις. Οι συσκευές αυτές πρέπει να είναι διακριβωμένες.

26. ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

  • Σύστημα Διαχείρισης για να κατευθύνει και ελέγχει ένα οργανισμό όσον αφορά την Ποιότητα.

27. ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

  • Η διαδικασία η οποία κατά την διάρκεια της εφαρμογής της απαιτεί τήρηση στοιχείων τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν ως αντικειμενικές αποδείξεις (σκοπός, πεδίο, τι πρέπει να γίνει, από ποιόν, πότε, που, πως, ποια υλικά, εξοπλισμός και έγγραφα).

28. ΥΠΟΔΟΜΗ

  • Το σύνολο των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού και των υπηρεσιών που απαιτούνται για την λειτουργία ενός οργανισμού.

 

ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ISO 37001/2016

  1. Δωροδοκία (Bribery)
  • Η προσφορά, η υπόσχεση, η παροχή, η αποδοχή ή η ζήτηση οικονομικού ή άλλου οφέλους ως κίνητρο για την πραγματοποίηση μιας παράνομης ή ανήθικης πράξης. Μπορεί να αφορά δημόσιους ή ιδιωτικούς τομείς.
  1. Πολιτική Κατά της Δωροδοκίας (Anti-bribery Policy)
  • Ένα επίσημο έγγραφο που καθορίζει τη δέσμευση του οργανισμού να καταπολεμήσει τη δωροδοκία και τις ενέργειες που λαμβάνονται για την πρόληψη της.
  1. Σύστημα Διαχείρισης Κατά της Δωροδοκίας (Anti-bribery Management System – ABMS)
  • Το σύνολο των πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων που εφαρμόζει ένας οργανισμός για την πρόληψη, ανίχνευση και καταπολέμηση της δωροδοκίας.
  1. Συνεργάτης (Business Associate)
  • Οποιοσδήποτε οργανισμός ή άτομο με το οποίο ο οργανισμός αλληλεπιδρά και το οποίο μπορεί να επηρεάσει ή να επηρεαστεί από τις δραστηριότητες κατά της δωροδοκίας, όπως προμηθευτές, εργολάβοι, διανομείς, εταίροι κ.λπ.
  1. Κίνδυνος Δωροδοκίας (Bribery Risk)
  • Η πιθανότητα και ο αντίκτυπος μιας δωροδοκίας που θα μπορούσε να συμβεί στις δραστηριότητες ενός οργανισμού. Περιλαμβάνει την αξιολόγηση των αδυναμιών που μπορεί να εκμεταλλευτούν για δωροδοκία.
  1. Υψηλόβαθμο Στέλεχος (Top Management)
  • Τα άτομα ή οι ομάδες που έχουν τη συνολική ευθύνη για τη λήψη αποφάσεων στον οργανισμό και είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή του συστήματος κατά της δωροδοκίας.
  1. Συμμόρφωση (Compliance)
  • Η συμμόρφωση με τις νομικές, κανονιστικές και ηθικές απαιτήσεις που σχετίζονται με την καταπολέμηση της δωροδοκίας.
  1. Διορθωτική Ενέργεια (Corrective Action)
  • Ενέργεια που λαμβάνεται για την εξάλειψη της αιτίας μιας αναγνωρισμένης μη συμμόρφωσης ή άλλου ανεπιθύμητου περιστατικού και την πρόληψη της επανεμφάνισής του.
  1. Αξιολόγηση Κινδύνου (Risk Assessment)
  • Η διαδικασία αναγνώρισης, ανάλυσης και αξιολόγησης των κινδύνων δωροδοκίας που μπορεί να επηρεάσουν τον οργανισμό.
  1. Ενδιαφερόμενα Μέρη (Interested Parties)
  • Τα άτομα ή οι οργανισμοί που επηρεάζονται ή έχουν ενδιαφέρον στις δραστηριότητες του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων των πελατών, των εργαζομένων, των μετόχων, των ρυθμιστικών αρχών, κ.λπ.
  1. Έλεγχος (Audit)
  • Η συστηματική, ανεξάρτητη και τεκμηριωμένη διαδικασία για την αξιολόγηση του συστήματος κατά της δωροδοκίας του οργανισμού, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και η συμμόρφωσή του.

 

 

ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ISO 27001/2022

  1. Πληροφοριακό Περιουσιακό Στοιχείο (Information Asset)
  • Οποιοδήποτε στοιχείο που έχει αξία για έναν οργανισμό και σχετίζεται με την πληροφορία, όπως δεδομένα, πληροφορίες, συστήματα πληροφορικής, έγγραφα, φυσικές συσκευές και υποδομές.
  1. Εμπιστευτικότητα (Confidentiality)
  • Η ιδιότητα της πληροφορίας να είναι προσβάσιμη μόνο από εξουσιοδοτημένα άτομα και να μην αποκαλύπτεται σε μη εξουσιοδοτημένα μέρη.
  1. Ακεραιότητα (Integrity)
  • Η διασφάλιση ότι η πληροφορία είναι ακριβής και πλήρης, και ότι δεν έχει αλλοιωθεί κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας ή της αποθήκευσης της.
  1. Διαθεσιμότητα (Availability)
  • Η ιδιότητα της πληροφορίας να είναι προσβάσιμη και χρησιμοποιήσιμη από εξουσιοδοτημένα άτομα όταν είναι απαραίτητο.
  1. Κίνδυνος Ασφάλειας Πληροφοριών (Information Security Risk)
  • Η πιθανότητα εμφάνισης ενός συμβάντος που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την εμπιστευτικότητα, την ακεραιότητα ή τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών και η σοβαρότητα των συνεπειών αυτού του συμβάντος.
  1. Διαχείριση Κινδύνου (Risk Management)
  • Η διαδικασία αναγνώρισης, εκτίμησης, αξιολόγησης και αντιμετώπισης των κινδύνων που σχετίζονται με την ασφάλεια πληροφοριών.
  1. Έλεγχος Ασφάλειας Πληροφοριών (Information Security Control)
  • Μια πολιτική, διαδικασία ή τεχνική που εφαρμόζεται για τη μείωση των κινδύνων ασφάλειας πληροφοριών.
  1. Πολιτική Ασφάλειας Πληροφοριών (Information Security Policy)
  • Ένα έγγραφο που περιγράφει την προσέγγιση ενός οργανισμού σχετικά με τη διαχείριση της ασφάλειας των πληροφοριών και καθορίζει τους κανόνες και τις κατευθυντήριες γραμμές για την προστασία των πληροφοριών.
  1. Δήλωση Εφαρμοσιμότητας (Statement of Applicability – SoA)
  • Ένα έγγραφο που περιγράφει ποιοι έλεγχοι ασφάλειας έχουν επιλεγεί από τον οργανισμό για να εφαρμόσει και ποιους δεν έχει εφαρμόσει, παρέχοντας τις αιτιολογίες για αυτές τις αποφάσεις.
  1. Σύστημα Διαχείρισης Ασφάλειας Πληροφοριών (Information Security Management System – ISMS)
  • Ένα σύστημα που περιλαμβάνει πολιτικές, διαδικασίες, κατευθυντήριες γραμμές και πόρους που διαχειρίζονται την ασφάλεια πληροφοριών ενός οργανισμού με τρόπο συστηματικό και τεκμηριωμένο.
  1. Εσωτερικός Έλεγχος (Internal Audit)
  • Η διαδικασία με την οποία ένας οργανισμός αξιολογεί τη συμμόρφωση και την αποτελεσματικότητα του ISMS μέσω εσωτερικών ελέγχων.
  1. Μη Συμμόρφωση (Non-conformity)
  • Η αποτυχία συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του προτύπου ή με τις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες ενός οργανισμού.
  1. Ενδιαφερόμενα Μέρη (Interested Parties)
  • Άτομα ή οργανισμοί που έχουν ενδιαφέρον ή επηρεάζονται από την ασφάλεια πληροφοριών του οργανισμού, όπως πελάτες, υπάλληλοι, προμηθευτές και ρυθμιστικές αρχές.
  1. Διόρθωση (Correction)
  • Μια ενέργεια που λαμβάνεται για να εξαλειφθεί μια μη συμμόρφωση.
  1. Διορθωτική Ενέργεια (Corrective Action)
  • Ενέργειες που λαμβάνονται για την εξάλειψη της αιτίας μιας μη συμμόρφωσης και την πρόληψη της επανεμφάνισής της.

 

 

ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ISO 45001/2018

  1. Κίνδυνος (Risk)
  • Συνδυασμός της πιθανότητας εμφάνισης ενός γεγονότος ή έκθεσης και της σοβαρότητας των συνεπειών αυτού του γεγονότος ή της έκθεσης για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων.
  1. Ευκαιρία για OH&S (OH&S Opportunity)
  • Μια κατάσταση ή περίσταση που μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της υγείας και ασφάλειας στον χώρο εργασίας, π.χ. μείωση της έκθεσης σε κινδύνους ή βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
  1. Κίνδυνος OH&S (OH&S Hazard)
  • Πηγή, κατάσταση ή δραστηριότητα με τη δυνατότητα να προκαλέσει τραυματισμό, ασθένεια ή βλάβη στην υγεία των εργαζομένων.
  1. Περιστατικό (Incident)
  • Ένα συμβάν που σχετίζεται με την εργασία το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε τραυματισμό ή ασθένεια. Σημειώνεται ότι ορισμένα περιστατικά μπορεί να μη οδηγήσουν σε τραυματισμό (κοντά ατυχήματα).
  1. Μη Συμμόρφωση (Non-conformity)
  • Η αποτυχία συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του συστήματος διαχείρισης υγείας και ασφάλειας, τις νομικές απαιτήσεις ή τις πολιτικές του οργανισμού.
  1. Διορθωτική Ενέργεια (Corrective Action)
  • Ενέργεια που λαμβάνεται για να εξαλειφθεί η αιτία μιας μη συμμόρφωσης και να αποτραπεί η επανεμφάνισή της.
  1. Πρόληψη (Prevention)
  • Ενέργειες που λαμβάνονται για να μειώσουν ή να εξαλείψουν τις πιθανότητες τραυματισμού, ασθένειας ή άλλων αρνητικών επιπτώσεων στην υγεία και ασφάλεια.
  1. Συνεχής Βελτίωση (Continual Improvement)
  • Επαναλαμβανόμενη διαδικασία ενίσχυσης του συστήματος διαχείρισης υγείας και ασφάλειας με στόχο την επίτευξη βελτιωμένων αποτελεσμάτων στην υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων.
  1. Σύστημα Διαχείρισης Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (OH&S Management System)
  • Ένα σύστημα που συνδυάζει πολιτικές, διαδικασίες, και πρακτικές για τη διαχείριση κινδύνων που σχετίζονται με την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, με στόχο την προστασία των εργαζομένων και τη συνεχή βελτίωση.
  1. Ενδιαφερόμενα Μέρη (Interested Parties)
  • Άτομα ή οργανισμοί που επηρεάζονται ή μπορεί να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες του οργανισμού σε σχέση με την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, π.χ. εργαζόμενοι, προμηθευτές, πελάτες, ρυθμιστικές αρχές.
  1. Επικίνδυνη Κατάσταση (Dangerous Condition)
  • Κατάσταση στο περιβάλλον εργασίας που μπορεί να οδηγήσει σε ατύχημα ή τραυματισμό. Μπορεί να σχετίζεται με εξοπλισμό, διαδικασίες ή την ανθρώπινη συμπεριφορά.
  1. Εκτίμηση Κινδύνων (Risk Assessment)
  • Η διαδικασία αναγνώρισης κινδύνων και ανάλυσης των πιθανοτήτων και των συνεπειών τους, με στόχο τον καθορισμό των κατάλληλων μέτρων ελέγχου.
  1. Πολιτική Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (OH&S Policy)
  • Η επίσημη δήλωση ενός οργανισμού που καθορίζει τις προθέσεις και την κατεύθυνση του σε ό,τι αφορά την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.
  1. Εργαζόμενος (Worker)
  • Το άτομο που εκτελεί εργασία ή εργάζεται υπό τον έλεγχο ενός οργανισμού, είτε πρόκειται για υπάλληλο πλήρους απασχόλησης, προσωρινό εργαζόμενο, είτε για εργολάβο ή υπεργολάβο.
  1. Συμμόρφωση (Conformity)
  • Η κατάσταση κατά την οποία οι ενέργειες, οι διαδικασίες και τα αποτελέσματα του οργανισμού συμφωνούν με τις απαιτήσεις του προτύπου, τους νόμους και τις εσωτερικές πολιτικές.